- φιλοχρήμων
- -ον, ΜΑφιλοχρήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -χρήμων (< χρῆμα), πρβλ. πολυ-χρήμων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοχρήμων — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοχρήμονα — φιλοχρήμων neut nom/voc/acc pl φιλοχρήμων masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοχρήμονες — φιλοχρήμων masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλοχρημονώ — έω, Α [φιλοχρήμων, ονος] φιλοχρηματῶ* … Dictionary of Greek
φιλοχρημοσύνη — ἡ, Α [φιλοχρήμων, ονος] φιλοχρηματία … Dictionary of Greek
ԸՆՉԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 1 0783 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 11c, 12c, 13c ա. φιλοχρήματος, φιλοχρήμων cupidus pecuniae, avarus Սիրօղ ընչից. արծաթասէր. ագահ. *Ընչասիրաց եւ փառասիրաց. Փիլ. լին.: *Ծանրագոյնք են ընչասիրացն ողորմութիւնքն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)